Λογοκλοπή στα δανικά
Μετάφραση: λογοκλοπή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
plagiat, plagiering, et plagiat, Plagiarism, plagiat En
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λογοκλοπή
λογοκλοπή ορισμός, λογοκλοπή λογισμικό, λογοκλοπή εαπ, λογοκλοπή νομοθεσία, λογοκλοπή απθ, λογοκλοπή λεξικό γλώσσας δανικά, λογοκλοπή στα δανικά
Μεταφράσεις
- λογιστική στα δανικά - regnskabsføring, bogholderi, revision, regnskab, regnskabsmæssige, regnskabssystem, regnskabsmæssig, ...
- λογιστικός στα δανικά - regnskab, regnskabsmæssige, regnskabssystem, regnskabsmæssig, regnskabspraksis
- λογοκλόπος στα δανικά - plagiator
- λογοκρίνω στα δανικά - censor, censur, censurere, censuren
Τυχαίες λέξεις
Λογοκλοπή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: plagiat, plagiering, et plagiat, Plagiarism, plagiat En
Μεταφράσεις: plagiat, plagiering, et plagiat, Plagiarism, plagiat En