Λοξά στα δανικά

Μετάφραση: λοξά, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
skråt, skrå, sig skråt, på skrå, skråtstillede
Λοξά στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λοξά

χαμογελάστε λοξά, λοξά λεξικό γλώσσας δανικά, λοξά στα δανικά

Μεταφράσεις

  • λοιδορώ στα δανικά - skælde, øjenvippe, fornærme, tåber, fjolser, idioter, Daarer, ...
  • λοιπόν στα δανικά - godt, vel, brønd, derefter, så, da, derpå, ...
  • λοξοδρομώ στα δανικά - sheer, Alene, ren og skær, ren, blotte
  • λοξοκοιτάζω στα δανικά - loxokoitazo
Τυχαίες λέξεις
Λοξά στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: skråt, skrå, sig skråt, på skrå, skråtstillede