Μάχομαι στα δανικά
Μετάφραση: μάχομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
slås, stride, slagsmål, slag, kamp, kæmpe, kampen, bekæmpelse, bekæmpelsen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μάχομαι
μάχομαι συνωνυμα, μάχομαι αρχικοί χρόνοι, μάχομαι λεξικό γλώσσας δανικά, μάχομαι στα δανικά
Μεταφράσεις
- μάτσο στα δανικά - pakke, klynge, bundt, flok, masse, bunke, klase
- μάχη στα δανικά - slagsmål, slag, kæmpe, slås, kamp, stride, kampen, ...
- μέγαιρα στα δανικά - spidsmus, rappenskralde, spidsmusen, shrew
- μέγαρο στα δανικά - palæ, mansion, palæ fra, herregård, herskabshus
Τυχαίες λέξεις
Μάχομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: slås, stride, slagsmål, slag, kamp, kæmpe, kampen, bekæmpelse, bekæmpelsen
Μεταφράσεις: slås, stride, slagsmål, slag, kamp, kæmpe, kampen, bekæmpelse, bekæmpelsen