Μέτοχος στα δανικά
Μετάφραση: μέτοχος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
aktionær, aktionæren, aktionærer, aktionærerne
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μέτοχος
βασικόσ μέτοχοσ, μέτοχος ορισμός, κυρίαρχος μέτοχος, αφανήσ μέτοχοσ, μέτοχος αγγλικα, μέτοχος λεξικό γλώσσας δανικά, μέτοχος στα δανικά
Μεταφράσεις
- μέσον στα δανικά - måde, medium, mellemlang, mellemstore, mellemlangt, mediet
- μέσος στα δανικά - gennemsnitlig, middeltal, gennemsnit, gennemsnitlige, gennemsnittet, gennemsnitligt
- μέτρηση στα δανικά - mål, måling, målingen, målinger, måling af
- μέτριος στα δανικά - moderat, moderate, beskeden, en moderat, beskedne
Τυχαίες λέξεις
Μέτοχος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: aktionær, aktionæren, aktionærer, aktionærerne
Μεταφράσεις: aktionær, aktionæren, aktionærer, aktionærerne