Μαινόμενος στα δανικά
Μετάφραση: μαινόμενος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
rasende, vred, vrede, fortørnet, vred paa, vred på
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαινόμενος
βενιζέλος μαινόμενος, μαινόμενος σημασια, ηρακλήσ μαινόμενοσ, μαινόμενος ταύρος, μαινόμενος ορισμός, μαινόμενος λεξικό γλώσσας δανικά, μαινόμενος στα δανικά
Μεταφράσεις
- μαθητής στα δανικά - tilhænger, lærling, discipel, studerende, elev, student, lærende, ...
- μαθητεία στα δανικά - lærlingeuddannelse, læreplads, læretid, mesterlære, lærling
- μακάβριος στα δανικά - skumle, lummer, glødende, lurid, makabert
- μακάρι στα δανικά - vilje, ville, ønske, jeg ønsker, jeg vil, jeg ville ønske, jeg gerne
Τυχαίες λέξεις
Μαινόμενος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: rasende, vred, vrede, fortørnet, vred paa, vred på
Μεταφράσεις: rasende, vred, vrede, fortørnet, vred paa, vred på