Μανία στα δανικά

Μετάφραση: μανία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
mani, Mania, manier
Μανία στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μανία

μανία καταδίωξης ορισμός, μανία καταδίωξης θεραπεια, μανία συμπτώματα, μανία καταδίωξησ συμπτώματα, μανία συνώνυμα, μανία λεξικό γλώσσας δανικά, μανία στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μαμά στα δανικά - mumie, mum, mor
  • μαμούδι στα δανικά - mamoudi
  • μανίκι στα δανικά - ærme, muffen, muffe, ærmet, bøsningen
  • μανδύας στα δανικά - kappe, kappen, mantle, emner af, emner til
Τυχαίες λέξεις
Μανία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: mani, Mania, manier