Μείωση στα δανικά
Μετάφραση: μείωση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
reduktion, nedsættelse, nedbringelse, reduktion af, reduktionen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μείωση
μείωση μισθώματος, μείωση χοληστερόλης, μείωση τριχοφυΐας, μείωση εισφορών, μείωση τιμής φυσικού αερίου, μείωση λεξικό γλώσσας δανικά, μείωση στα δανικά
Μεταφράσεις
- μαύρος στα δανικά - sort, sorte, black
- με στα δανικά - jeg, med, hos, mig, til, i
- μεγάθυμος στα δανικά - magnanimousness
- μεγάλος στα δανικά - lang, sid, stor, fed, store, fantastisk, stort, ...
Τυχαίες λέξεις
Μείωση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: reduktion, nedsættelse, nedbringelse, reduktion af, reduktionen
Μεταφράσεις: reduktion, nedsættelse, nedbringelse, reduktion af, reduktionen