Μειοψηφία στα δανικά

Μετάφραση: μειοψηφία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
minoritet, mindretal, mindretals, mindretallet
Μειοψηφία στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μειοψηφία

καταστατική μειοψηφία, μειοψηφία ορισμός, αναστέλλουσα μειοψηφία, μαχόμενη μειοψηφία, μειοψηφία λεξικό γλώσσας δανικά, μειοψηφία στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μεθύστακας στα δανικά - rummy, rommy, Gennemstøve
  • μειονέκτημα στα δανικά - ulempe, Ulempen, ringere, skade
  • μειώνομαι στα δανικά - dråbe, falde, tår, aftagende, retur, aftage, daler, ...
  • μειώνω στα δανικά - nedsætte, forkorte, afkorte, at forkorte
Τυχαίες λέξεις
Μειοψηφία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: minoritet, mindretal, mindretals, mindretallet