Μερίδα στα δανικά

Μετάφραση: μερίδα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
medgift, del, portion, afsnit, delen
Μερίδα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μερίδα

μερίδα λαχανικών, μερίδα επενδυτή, μερίδα γύρος θερμίδες, μερίδα του λέοντος, μερίδα γραμμάρια, μερίδα λεξικό γλώσσας δανικά, μερίδα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μεμψιμοιρώ στα δανικά - brumme, knurre, kværulere, cavil
  • μενεξές στα δανικά - violet, violette, lilla, viol
  • μερίδιο στα δανικά - rolle, division, del, deling, andel, Del, Share, ...
  • μεραρχία στα δανικά - fordeling, deling, division, opdeling, afdeling, divisionen
Τυχαίες λέξεις
Μερίδα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: medgift, del, portion, afsnit, delen