Μοιράζομαι στα δανικά

Μετάφραση: μοιράζομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
dele, andel, del, Del, Share, aktie, andelen
Μοιράζομαι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μοιράζομαι

μοιράζομαι συνώνυμα, μοιράζομαι ορισμός, μοιράζομαι το αυτοκίνητο, μοιράζομαι γνωμικά, μοιράζομαι και ωριμάζω, μοιράζομαι λεξικό γλώσσας δανικά, μοιράζομαι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μοίρα στα δανικά - briste, bestemmelse, skæbne, adskille, spalte, skæbnen
  • μοδίστρα στα δανικά - syerske, Syersken, Syersken har, seamstress
  • μοιράζω στα δανικά - briste, andel, del, spalte, adskille, dele, fordele, ...
  • μοιραίος στα δανικά - fatal, dødelig, fatale, fatalt, dødelige
Τυχαίες λέξεις
Μοιράζομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: dele, andel, del, Del, Share, aktie, andelen