Μονάδα στα δανικά
Μετάφραση: μονάδα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
enhed, ener, enheden, apparatet, bænk
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μονάδα
μονάδα τεχνητού νεφρού, μονάδα σημασιολογικού ιστού, μονάδα 731, μονάδα αναπτυξιακής παιδιατρικής του νοσοκομείου παίδων «αγλαΐα κυριακού», μονάδα ανθρώπινης εργασίας, μονάδα λεξικό γλώσσας δανικά, μονάδα στα δανικά
Μεταφράσεις
- μολύνω στα δανικά - smitte, inficere, inficerer, at inficere, infektion
- μομφή στα δανικά - bebrejdelse, bebrejde, Forhaanelse, Forsmædelse, Skændsel
- μονή στα δανικά - abbedi, Abbey, kloster, klosteret, klostret
- μοναδικός στα δανικά - eneste, ental, unik, unikke, enestående, unikt, entydigt
Τυχαίες λέξεις
Μονάδα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: enhed, ener, enheden, apparatet, bænk
Μεταφράσεις: enhed, ener, enheden, apparatet, bænk