Μόριο στα δανικά

Μετάφραση: μόριο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
partikel, molekyle, molekylet
Μόριο στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μόριο

μόριο γλυκόζης, μόριο άτομο, μόριο υδρογόνου, μόριο νερού, μόριο φυσική, μόριο λεξικό γλώσσας δανικά, μόριο στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μόνο στα δανικά - alene, ensom, bare, eneste, isoleret, kun, blot, ...
  • μόνος στα δανικά - isoleret, alene, ensom, eneste, enkelt, kun, blot, ...
  • μόρτης στα δανικά - rumpe, bagdel, ende, ryggesløse, slyngelagtigt, skurkagtige
  • μόρφωση στα δανικά - opdragelse, uddannelse, undervisning, uddannelser, uddannelses-
Τυχαίες λέξεις
Μόριο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: partikel, molekyle, molekylet