Νύχι στα δανικά
Μετάφραση: νύχι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
negl, søm, nagle, nail, negle, neglen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νύχι
νύχι νύχι εύοσμος, νύχι ονειροκρίτης, νύχι του αετού, νύχι νύχι, νύχι στο κρέας, νύχι λεξικό γλώσσας δανικά, νύχι στα δανικά
Μεταφράσεις
- νύξη στα δανικά - grave, vink, hentydning, allusion, hentydningen, hentydninger, hentydes
- νύστα στα δανικά - søvnighed, søvnighed i, træthed, døsighed
- νύχτα στα δανικά - nat, natten, overnatning, aften, night
- ξάρτια στα δανικά - rigning, svindle, rigge, manipulere med, rigging
Τυχαίες λέξεις
Νύχι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: negl, søm, nagle, nail, negle, neglen
Μεταφράσεις: negl, søm, nagle, nail, negle, neglen