Ξεπερνώ στα δανικά

Μετάφραση: ξεπερνώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
overgå, distancere, forspring, forspring i, et forspring
Ξεπερνώ στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξεπερνώ

ξεπερνώ in english, ξεπερνώ τα όρια μου, ξεπερνώ μετάφραση, ξεπερνάς τον χωρισμό, ξεπερνώ κάποιον, ξεπερνώ λεξικό γλώσσας δανικά, ξεπερνώ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ξεπαγώνω στα δανικά - tø, optøning, tøvejr, tøbrud
  • ξεπερασμένος στα δανικά - forældet, forældede, for gammel, uaktuel
  • ξεπεσμός στα δανικά - afvise, afslå, nedbrydning, forringelse, nedbrydningen, forringelse af, ødelæggelse
  • ξεπετάγομαι στα δανικά - spurt, slutspurt, voldsomme, vækststigning, kraftanstrengelse
Τυχαίες λέξεις
Ξεπερνώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: overgå, distancere, forspring, forspring i, et forspring