Ξεσηκώνω στα δανικά
Μετάφραση: ξεσηκώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
vågne, vække

Πρόσθετες μεταφράσεις: ξεσηκώνω
vække, opildne, rode op, ophidse, røre op
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξεσηκώνω
ξεσηκώνω λεξικό γλώσσας δανικά, ξεσηκώνω συνώνυμα, ξεσηκώνω συνώνυμο, ξεσηκώνω english, ξεσηκώνω στα δανικά
Μεταφράσεις
ανταποκρινόμενος στα δανικά - svar, respons, reaktion, indsats, svaret
ξερός στα δανικά - tør, tørt, tørre
ξεσήκωμα στα δανικά - opstand, opstanden, oprør, oprøret
ξεσκεπάζω στα δανικά - afdække, afsløre, finde, at afdække, opdage
ξεσπώ στα δανικά - burst, brast, briste, udbrud, byge, eksplosion, sprængning, ...
Τυχαίες λέξεις
Τυχαίες λέξεις (ελληνικά/αγγλικά)
Ξεσηκώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: vågne, vække, vække, opildne, rode op, ophidse, røre op