Ομιλητής στα δανικά
Μετάφραση: ομιλητής, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
højttaler, taler, højtaler, højttaleren, taleren
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ομιλητής
ομιλητής μετάφραση, φυσικός ομιλητής, γηγενής ομιλητής, ιδανικός ομιλητής, ομιλητής en francais, ομιλητής λεξικό γλώσσας δανικά, ομιλητής στα δανικά
Μεταφράσεις
- ομελέτα στα δανικά - omelet, æggekage, omelette
- ομιλία στα δανικά - tale, indlæg, talen
- ομιλητικός στα δανικά - konversation, conversational, samtale, klartext, konverserende
- ομιχλώδης στα δανικά - tåget, foggy, tågede, tåge
Τυχαίες λέξεις
Ομιλητής στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: højttaler, taler, højtaler, højttaleren, taleren
Μεταφράσεις: højttaler, taler, højtaler, højttaleren, taleren