Ομοιομορφία στα δανικά

Μετάφραση: ομοιομορφία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ensartethed, ensartet, ensartede, ensartetheden, en ensartet
Ομοιομορφία στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ομοιομορφία

ομοιομορφία συνώνυμα, ομοιομορφία απεικόνισησ display uniformity, ομοιομορφία english, ομοιομορφία αντωνυμο, ομοιομορφία απεικόνισης, ομοιομορφία λεξικό γλώσσας δανικά, ομοιομορφία στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ομιχλώδης στα δανικά - tåget, foggy, tågede, tåge
  • ομοιογενής στα δανικά - homogen, homogene, homogent, ensartet, ensartede
  • ομοιόμορφος στα δανικά - uniform, ensartet, ensartede, en ensartet, fælles
  • ομοιότητα στα δανικά - lighed, ligheden, ligner, ligheder
Τυχαίες λέξεις
Ομοιομορφία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ensartethed, ensartet, ensartede, ensartetheden, en ensartet