Ορυχείο στα δανικά

Μετάφραση: ορυχείο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hul, mine, minen, min, mit, miner
Ορυχείο στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορυχείο

ορυχείο μαυροπηγής, ορυχείο ίψεν, ορυχείο στην τουρκία, ορυχείο χρυσού χαλκιδική, ορυχείο πεδίου αμυνταίου, ορυχείο λεξικό γλώσσας δανικά, ορυχείο στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ορυκτολογία στα δανικά - mineralogi, mineralogien, mineralogy, mineralogisk, for mineralogi
  • ορυκτό στα δανικά - malm, mineral, mineralsk, mineralske, mineralvand, mineraler
  • ορφανοτροφείο στα δανικά - børnehjem, børnehjemmet, børnehjemmets
  • ορφανός στα δανικά - forældreløse, sjældne sygdomme, til sjældne sygdomme, sjældne, til sjældne
Τυχαίες λέξεις
Ορυχείο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hul, mine, minen, min, mit, miner