Παίκτης στα δανικά

Μετάφραση: παίκτης, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
skuespiller, spiller, player, afspiller, spilleren
Παίκτης στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παίκτης

παίκτης ριάλιτι με aids, παίκτης reality μπλεγμένος στο διπλό φονικό της κρήτης, παίκτησ ριάλιτι gay, παίκτης ντοστογιέφσκι, παίκτης reality με aids, παίκτης λεξικό γλώσσας δανικά, παίκτης στα δανικά

Μεταφράσεις

  • πίφερο στα δανικά - fil, pifero
  • παίζω στα δανικά - leg, spille, spiller, afspille, at spille, lege
  • παίρνω στα δανικά - tage, blive, behøve, skaffe, gribe, få, hente, ...
  • παγίδα στα δανικά - fælde, fælden, trap, fange
Τυχαίες λέξεις
Παίκτης στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: skuespiller, spiller, player, afspiller, spilleren