Παράνομος στα δανικά
Μετάφραση: παράνομος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ulovlig, ulovligt, illegal, ulovlige, af ulovlig
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παράνομος
παράνομος τζόγος βόλος, παράνομος πλουτισμός, παράνομος κι αν είναι ο δεσμός μας στίχοι, παράνομος δεσμός, παράνομος ανατοκισμός, παράνομος λεξικό γλώσσας δανικά, παράνομος στα δανικά
Μεταφράσεις
- παράλογος στα δανικά - meningsløs, absurd, urimelig, irrationel, irrationelle, irrationelt, en irrationel
- παράνοια στα δανικά - paranoia, paranoid, forfølgelsesvanvid, paranoiaen
- παράξενος στα δανικά - fremmed, mærkelig, underlig, mærkeligt, mærkelige, underligt
- παράπηγμα στα δανικά - kiosk, kabine, booth, stand, standen, bod
Τυχαίες λέξεις
Παράνομος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ulovlig, ulovligt, illegal, ulovlige, af ulovlig
Μεταφράσεις: ulovlig, ulovligt, illegal, ulovlige, af ulovlig