Πασπαλίζω στα δανικά

Μετάφραση: πασπαλίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
krudt, støv, pudder, pulver, drys, sprinkle, stænk, stænke
Πασπαλίζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πασπαλίζω

πασπαλίζω συνώνυμο, πασπαλίζω λεξικό γλώσσας δανικά, πασπαλίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • παρών στα δανικά - nærværende, forestille, præsentere, udføre, gave, servere, nutid, ...
  • πασπάλισμα στα δανικά - pulverisering, pudring, pulverdannelse, pulveriseringsprocessen, eller pulverisering
  • πασπατεύω στα δανικά - violin, fiddle, violinen, rode, fiol
  • παστώνω στα δανικά - behandle, kipper, forsvarsspilleren er meget utilfreds
Τυχαίες λέξεις
Πασπαλίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: krudt, støv, pudder, pulver, drys, sprinkle, stænk, stænke