Παύση στα δανικά
Μετάφραση: παύση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
afbrydelse, pause, pausen, pause på
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παύση
παύση εκτοκισμού, παύση του αρχηγού αστυνομίας, παύση ποινικής δίωξης, παύση εργασιών ατομικής επιχείρησης, παύση εργασιών πτώχευσης, παύση λεξικό γλώσσας δανικά, παύση στα δανικά
Μεταφράσεις
- παχυσαρκία στα δανικά - Fedme, Obesity, Overvægt, obesitas, af fedme
- παχύσαρκος στα δανικά - svær, korpulent, fede, overvægtige, overvægtig, fedme, fed
- παύω στα δανικά - ophøre, ophører, længere, ikke længere, ophører med
- πείθω στα δανικά - overtale, svinge, overtyde, overbevise, at overbevise, overbeviser, overbevist
Τυχαίες λέξεις
Παύση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: afbrydelse, pause, pausen, pause på
Μεταφράσεις: afbrydelse, pause, pausen, pause på