Πειθώ στα δανικά

Μετάφραση: πειθώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
overtale, svinge, overtyde, overbevise, at overbevise, overbeviser, overbevist
Πειθώ στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πειθώ

πείθω αντίθετο, πείθω ομόρριζα, πείθω παράγωγα, πείθω κλίση, πείθω αρχικοί χρόνοι, πειθώ λεξικό γλώσσας δανικά, πειθώ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • παύση στα δανικά - afbrydelse, pause, pausen, pause på
  • παύω στα δανικά - ophøre, ophører, længere, ikke længere, ophører med
  • πείνα στα δανικά - sult, hunger, sulten, af sult, hungersnød
  • πείραμα στα δανικά - forsøg, eksperiment, forsøget, eksperimentet
Τυχαίες λέξεις
Πειθώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: overtale, svinge, overtyde, overbevise, at overbevise, overbeviser, overbevist