Πελαργός στα δανικά
Μετάφραση: πελαργός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stork, storken, storke
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πελαργός
πελαργός κατασκευαστική, πελαργός παιδικός σταθμός πάτρα, πελαργός ονειροκρίτης, πελαργός english, πελαργός φωτογραφίες, πελαργός λεξικό γλώσσας δανικά, πελαργός στα δανικά
Μεταφράσεις
- πελάτης στα δανικά - klient, kunde, kunden, kundens, kunder, kundernes
- πελέκι στα δανικά - økse, flishugger, chipper, flishuggeren, Flis, chipper Såmaskiner
- πελατεία στα δανικά - kundekreds, klientel, kunder, klientellet
- πελεκώ στα δανικά - massakre, blodbad, HEW, hugge
Τυχαίες λέξεις
Πελαργός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stork, storken, storke
Μεταφράσεις: stork, storken, storke