Περίοδος στα δανικά

Μετάφραση: περίοδος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sæson, årstid, punkt, periode, perioden, frist, tidsrum
Περίοδος στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περίοδος

περίοδος μετά από αποβολή, περίοδος συμπτώματα, περίοδος και εγκυμοσύνη, περίοδος και βαφή μαλλιών, περίοδος εκπτώσεων, περίοδος λεξικό γλώσσας δανικά, περίοδος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • περίμενε στα δανικά - afvente, vente, forvente, forventer, kan forvente
  • περίοδο στα δανικά - årstid, sæson, periode, perioden, frist, tidsrum
  • περίοπτος στα δανικά - fremtrædende, prominent, prominente, iøjnefaldende, fremstående
  • περίπλοκος στα δανικά - kompleks, kompliceret, komplicerede, indviklet, indviklede
Τυχαίες λέξεις
Περίοδος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sæson, årstid, punkt, periode, perioden, frist, tidsrum