Περιορισμός στα δανικά

Μετάφραση: περιορισμός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
begrænsning, restriktion, begrænsninger, restriktioner, begrænsningen
Περιορισμός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περιορισμός

περιορισμός κατάσχεσης, περιορισμός ποσού αγωγής, περιορισμός javascript και css αποκλεισμού απόδοσης στο περιεχόμενο στο πάνω μέρος, περιορισμός καταψηφιστικού αιτήματος, περιορισμός προσλήψεων, περιορισμός λεξικό γλώσσας δανικά, περιορισμός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • περιορίζω στα δανικά - begrænse, nedsætte, indskrænke, begrænsning, grænse, begrænser, begrænses, ...
  • περιορισμένος στα δανικά - begrænset, begrænses, begrænsede, restriktioner, er begrænset
  • περιουσία στα δανικά - bondegård, gods, egenskab, ejendom, hotel, ejendomme, ejendommen
  • περιοχή στα δανικά - område, distrikt, herred, areal, region, regionen, området
Τυχαίες λέξεις
Περιορισμός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: begrænsning, restriktion, begrænsninger, restriktioner, begrænsningen