Πινέλο στα δανικά

Μετάφραση: πινέλο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
børste, krat, pensel, børsten, brush, penslen
Πινέλο στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πινέλο

πινέλο ξυρισματος omega, πινέλο ρουζ, πινέλο πούδρας, πινέλο ξυρίσματος ασβού, πινέλο για make up, πινέλο λεξικό γλώσσας δανικά, πινέλο στα δανικά

Μεταφράσεις

  • πιλοτάρω στα δανικά - pilot, navigere, at navigere, navigerer, naviger, navigere rundt
  • πιλότος στα δανικά - pilot, piloten, pilotprojekt, pilot-
  • πινακοθήκη στα δανικά - galleri, galleriet, Gallery, Billeder, Gallerioversigt
  • πινελιά στα δανικά - berøring, berøre, røre, du trykke, røre ved, rører
Τυχαίες λέξεις
Πινέλο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: børste, krat, pensel, børsten, brush, penslen