Πιστοποιώ στα δανικά

Μετάφραση: πιστοποιώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
attestere, certificere, bekræfter, attesterer
Πιστοποιώ στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πιστοποιώ

πιστοποιώ συνώνυμα, πιστοποιώ λεξικό γλώσσας δανικά, πιστοποιώ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • πιστεύω στα δανικά - tænke, tro, tror, mener
  • πιστοποιητικό στα δανικά - attest, certifikat, certifikatet, attesten
  • πιστωτής στα δανικά - kreditor, kreditgiveren, kreditors, kreditgiver, bidragsberettigede
  • πιστόλι στα δανικά - skydevåben, gevær, gun, pistol, pistolen, kanon
Τυχαίες λέξεις
Πιστοποιώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: attestere, certificere, bekræfter, attesterer