Πληγώνω στα δανικά

Μετάφραση: πληγώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
såre, scathe
Πληγώνω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πληγώνω

πληγώνω συνωνυμα, πληγώνω γαλλικά, πληγώνω λεξικό γλώσσας δανικά, πληγώνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • πλεύση στα δανικά - kursus, bane, sejlads, sejle, sejler, sejlsport, at sejle
  • πληγή στα δανικά - sår, såret, viklet
  • πληθυσμός στα δανικά - befolkning, population, befolkningen, befolkningens, populationen
  • πληθωριστικός στα δανικά - inflationær, inflatoriske, inflatorisk, inflationært, inflationære
Τυχαίες λέξεις
Πληγώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: såre, scathe