Πλοίο στα δανικά

Μετάφραση: πλοίο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
beholder, skib, skibet, skibets, skibe
Πλοίο στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πλοίο

πλοίο ελευθέριος βενιζέλος, πλοίο ασφαλείας, πλοίο αριάδνη, πλοίο αδαμάντιος κοραής, πλοίο sewol, πλοίο λεξικό γλώσσας δανικά, πλοίο στα δανικά

Μεταφράσεις

  • πληρώνω στα δανικά - lønne, betale, løn, punger ud, shell ud, skallen ud, punger ud med, ...
  • πλησιάζω στα δανικά - tilgang, fremgangsmåde, strategi, metode, holdning
  • πλοκάμι στα δανικά - fangarm, Tentacle, tentakel, tentakelkrone
  • πλοκή στα δανικά - plot, grund, plottet, grunden, afbildning
Τυχαίες λέξεις
Πλοίο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: beholder, skib, skibet, skibets, skibe