Πνεύμονας στα δανικά
Μετάφραση: πνεύμονας, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lunge, lungerne, lungen, lunge-, lunger
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πνεύμονας
σιδερένιος πνεύμονας, πνεύμονας ανατομία, ινώδης πνεύμονας, πνεύμονας καρκίνος, πνεύμονας καπνιστή, πνεύμονας λεξικό γλώσσας δανικά, πνεύμονας στα δανικά
Μεταφράσεις
- πνευματώδης στα δανικά - vittig, vittige, vittigt
- πνεύμα στα δανικά - ånd, ånden, Aand, alkohol
- πνιγηρός στα δανικά - nær, lukke, kvælende, sweltering, smeltende, kvælende varm
- ποίημα στα δανικά - digt, digtet
Τυχαίες λέξεις
Πνεύμονας στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lunge, lungerne, lungen, lunge-, lunger
Μεταφράσεις: lunge, lungerne, lungen, lunge-, lunger