Προλαμβάνω στα δανικά
Μετάφραση: προλαμβάνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forkøbet, forebygge, forhindre, undgå, foregribe
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προλαμβάνω
προλαμβάνω αγγλικα, απολαμβάνω english, προλαμβάνω σημασια, προλαμβάνω συνώνυμα, εθνική προλαμβάνω, προλαμβάνω λεξικό γλώσσας δανικά, προλαμβάνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- προλέγω στα δανικά - forudsige, forudsiger, spå, varsle
- προλαβαίνω στα δανικά - hindre, forhindre, forkøbet, forebygge, undgå, foregribe
- προληπτικός στα δανικά - forebyggende, præventiv, præventive, forebyggelse, en forebyggende
- προλογίζω στα δανικά - forord, indledning, forordet, Preface, Fortalen, fortale
Τυχαίες λέξεις
Προλαμβάνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forkøbet, forebygge, forhindre, undgå, foregribe
Μεταφράσεις: forkøbet, forebygge, forhindre, undgå, foregribe