Προοπτική στα δανικά
Μετάφραση: προοπτική, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
vagtpost, udsigt, perspektiv, overslag, perspektivisk, synspunkt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προοπτική
προοπτική α.ε, προοπτική λεξικό, προοπτική συμμετοχών α.ε, προοπτική μελέτη, προοπτική συνώνυμα, προοπτική λεξικό γλώσσας δανικά, προοπτική στα δανικά
Μεταφράσεις
- προοδευτικός στα δανικά - progressiv, progressive, gradvis, gradvise, en gradvis
- προοδεύω στα δανικά - fremskridt, fremrykning, gå videre, gå i gang, at gå videre, går videre
- προορίζω στα δανικά - afsætte, markedsavance
- προορισμός στα δανικά - destination, bestemmelsessted, destinationen, bestemmelsesstedet, rejsemål
Τυχαίες λέξεις
Προοπτική στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: vagtpost, udsigt, perspektiv, overslag, perspektivisk, synspunkt
Μεταφράσεις: vagtpost, udsigt, perspektiv, overslag, perspektivisk, synspunkt