Προσεγγίζω στα δανικά

Μετάφραση: προσεγγίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
randen, nippet, kanten, nippet til, grænsen
Προσεγγίζω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσεγγίζω

προσεγγίζω βικιλεξικο, προσεγγίζω συνώνυμα, προσεγγίζω αγγλικά, προσεγγίζω ετυμολογια, προσεγγίζω στα αγγλικά, προσεγγίζω λεξικό γλώσσας δανικά, προσεγγίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • προσδοκία στα δανικά - forventning, forventning om, forventninger, forventningen
  • προσδοκώ στα δανικά - vente, afvente, forvente, forventer, kan forvente
  • προσεγμένος στα δανικά - overvåget, set, overvågede, iagttog, så
  • προσεκτικά στα δανικά - omhyggeligt, nøje, forsigtigt, grundigt
Τυχαίες λέξεις
Προσεγγίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: randen, nippet, kanten, nippet til, grænsen