Ρέψιμο στα δανικά
Μετάφραση: ρέψιμο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
opstød, bøvsen, belching, bøvs, sure opstød
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρέψιμο
ρέψιμο βρέφους, ρέψιμο νεογέννητου, ρέψιμο στομάχι, ρέψιμο πόνος στο στήθος, ρέψιμο κλούβιο αυγό, ρέψιμο λεξικό γλώσσας δανικά, ρέψιμο στα δανικά
Μεταφράσεις
- ράφι στα δανικά - bræt, hylde, hylden, Væghylde, shelf
- ρέλι στα δανικά - margen, bred, grænse, kant, livline, livlinen, livsnerve, ...
- ρέω στα δανικά - bæk, strøm, flow, flyde, strømme, strømmer, flyder
- ρήγας στα δανικά - konge, king, kongen, kingsize, Kong
Τυχαίες λέξεις
Ρέψιμο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: opstød, bøvsen, belching, bøvs, sure opstød
Μεταφράσεις: opstød, bøvsen, belching, bøvs, sure opstød