Σαν στα δανικά

Μετάφραση: σαν, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
som, lignende, Kan du lide, ligesom, ud
Σαν στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαν

σαν αντρεας, σαν τον καραγκιοζη, σαν δεν ντρεπεσαι, σαν σταρ του σινεμα, σαν σημερα, σαν λεξικό γλώσσας δανικά, σαν στα δανικά

Μεταφράσεις

  • σαμποτάρω στα δανικά - sabotage, sabotagen
  • σαμπουάν στα δανικά - shampoo
  • σανίδα στα δανικά - bræt, planke, plank, planken, programpunkt
  • σανίδωμα στα δανικά - brædder, planker, plankerne, bordlægningen, planking
Τυχαίες λέξεις
Σαν στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: som, lignende, Kan du lide, ligesom, ud