Σιτίζω στα δανικά

Μετάφραση: σιτίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
nære, fodre, Fed, fodres, fodret, amerikanske centralbank
Σιτίζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σιτίζω

σιτίζω λεξικό γλώσσας δανικά, σιτίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • σιδερώνω στα δανικά - jern, Mangle, Damprenserier, vridemaskine, Behandl, lemlæste
  • σιδηρόδρομος στα δανικά - jernbane, Railroad, jernbanen
  • σιχαίνομαι στα δανικά - afsky, hade, væmmes, væmmes ved, utilbøjelige, led ved
  • σιωπή στα δανικά - stilhed, ro, tavshed, stilheden, tavsheden, stille
Τυχαίες λέξεις
Σιτίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: nære, fodre, Fed, fodres, fodret, amerikanske centralbank