Στήριγμα στα δανικά

Μετάφραση: στήριγμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
underhold, støtte, tandbøjle, bandage, klammeparentes, brace, bøjlen
Στήριγμα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στήριγμα

στήριγμα πλάτης, στήριγμα κουρτίνας μπάνιου γωνιακό, στήριγμα βιβλίων, στήριγμα μέσης, στήριγμα καρπού, στήριγμα λεξικό γλώσσας δανικά, στήριγμα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • στήλη στα δανικά - kolonne, søjle, kolonnen, søjlen, spalte
  • στήνω στα δανικά - oprejst, opføre, rejse, rank, opretstående
  • στίγμα στα δανικά - plet, punkt, top, prik, stigmatisering, stigma, stigmatiseringen, ...
  • στίζω στα δανικά - speckle, pletter, af pletter, pletdannelse
Τυχαίες λέξεις
Στήριγμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: underhold, støtte, tandbøjle, bandage, klammeparentes, brace, bøjlen