Σταθμός στα δανικά
Μετάφραση: σταθμός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
post, station, stationen, banegården
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σταθμός
σταθμός λιοσίων, σταθμός εμπορευματοκιβωτίων πειραιά (σεπ α.ε.), σταθμός λιοσίων χάρτης, σταθμός πελοποννήσου, σταθμός της εκκλησίας της ελλάδος, σταθμός λεξικό γλώσσας δανικά, σταθμός στα δανικά
Μεταφράσεις
- σταθερότητα στα δανικά - stabilitet, stabiliteten, stabile, stabilitetsprogram
- σταθμίζω στα δανικά - vægtet, vægtede, vejede, vejet, et vejet
- σταλάζω στα δανικά - dryppe, sive, lille strøm, dråbevis, strøm, vedligeholdelsesladning
- σταματώ στα δανικά - check, afbrydelse, standsning, pause, standse, bankanvisning, stoppe, ...
Τυχαίες λέξεις
Σταθμός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: post, station, stationen, banegården
Μεταφράσεις: post, station, stationen, banegården