Στενάζω στα δανικά
Μετάφραση: στενάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
klynk, moan, jamre, stønne, stønnen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στενάζω
στενάζω συνώνυμα, στενάζω λεξικό γλώσσας δανικά, στενάζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- στεγνός στα δανικά - tør, tørre, tørt
- στενά στα δανικά - tæt, nøje, nært, tæt sammen, snævert
- στενός στα δανικά - smal, tæt, stram, close, Luk, tæt på, nær
- στενόχωρος στα δανικά - ubehageligt, ubehagelige, ubehagelig, utilpas
Τυχαίες λέξεις
Στενάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: klynk, moan, jamre, stønne, stønnen
Μεταφράσεις: klynk, moan, jamre, stønne, stønnen