Λέξη: στοργή

Σχετικές λέξεις: στοργή

στοργή συνώνυμα, στοργή παπανικολάου, στοργή γιαννιτσά, στοργή στο λαό δούβλης, στοργή παιδικός σταθμός, στοργή ζάκυνθοσ, στοργή για μια ζωή, στοργή θεσσαλονίκη, στοργή στο λαό, στοργή στο λαό του βασίλη δούβλη

Συνώνυμα: στοργή

αγάπη, ακρίβεια, πάθηση, περιπάθεια, επίδραση

Μεταφράσεις: στοργή

στοργή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
affection, fondness, affinity, tenderness, affections

στοργή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
afección, afecto, afectuosidad, querer, cariño, el afecto, afectos

στοργή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zu, vorliebe, zuneigung, Zuneigung, Liebe, Neigung, Geschehens, Zärtlichkeit

στοργή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
amour, attachement, tendresse, piété, maladie, affection, émotion, prédilection, l'affection, d'affection

στοργή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
affetto, affezione, amore, l'affetto, di affetto

στοργή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abalo, comoção, afecção, afeição, choque, afeto, carinho, afecto

στοργή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
affect, aandoening, emotie, gemoedsbeweging, genegenheid, affectie, liefde

στοργή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
болезнь, симпатия, ласка, благосклонность, любовь, умиление, приверженность, привязанность, тепло, привязанности, поражение, ласки

στοργή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hengivenhet, kjærlighet, følelser, ømhet, affeksjon

στοργή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
åkomma, kärlek, tillgivenhet, affektion, ömhet, samhörighets

στοργή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hellyys, mielenliikutus, kiintymys, mieltymys, tunteet, kiintymystä, hellyyttä, koettu

στοργή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hengivenhed, kærlighed, ømhed, lidelse

στοργή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
náklonnost, onemocnění, láska, záliba, příchylnost, afekt, zalíbené, postižení, náklonnosti

στοργή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dolegliwość, choroba, schorzenie, uwiązanie, sympatia, afekt, tkliwość, przywiązanie, sentyment, uczucie, wzruszenie, miłość

στοργή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szeretet, vonzalma, ragaszkodás, szeretettel, szeretetet

στοργή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sevgi, şefkat, eğilim, muhabbet, şefkati

στοργή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
любов, хворобу, прихильність, ласка, кохання, любовь

στοργή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dashuri, dashuri të, dashuri e, affection, afeksioni

στοργή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
привързаност, обич, любов, обичта, привързаността

στοργή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
каханне, любоў, любовь, каханьне

στοργή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kiindumus, kiindumust, kahjustus, kiindumuse, meeleorgani kahjustus

στοργή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
privrženost, ljubav, uzbuđenje, bolest, naklonost, ljubavi

στοργή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ástfóstur, ástúð, umhyggju, kvillinn

στοργή στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
amor

στοργή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prisirišimas, meilė, prieraišumas, affection, Įtakos nedarymo

στοργή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pieķeršanās, mīlestība, simpātijas, Neietekmēšanas, pieķeršanos

στοργή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
љубов, наклонетост, нежност, Наклонетоста, приврзаност

στοργή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
afecţiune, afecțiune, afectiune, afecțiunea, afectiunea, dragoste

στοργή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
láska, afekt, naklonjenost, Privrženost, ljubezen, naklonjenosti, okvare

στοργή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
láska, afekt, náklonnosť
Τυχαίες λέξεις