Στοχεύω στα δανικά

Μετάφραση: στοχεύω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hensigt, mål, target, målet, målsætning
Στοχεύω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στοχεύω

στοχεύω συνώνυμο, στοχεύω αγγλικά, στοχεύω λεξικό γλώσσας δανικά, στοχεύω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • στοχασμός στα δανικά - meditation, meditationen
  • στοχαστικός στα δανικά - kontemplative, kontemplativ, eftertænksom, kontemplativt, contemplative
  • στρέμμα στα δανικά - acre, hektar, hektar store, hektar stor, acres
  • στρέψη στα δανικά - torsion, vridning, torsionsfjeder
Τυχαίες λέξεις
Στοχεύω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hensigt, mål, target, målet, målsætning