Συμβιβασμός στα δανικά
Μετάφραση: συμβιβασμός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kompromis, kompromiset, kompromisforslag, et kompromis
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμβιβασμός
συμβιβασμός ορισμός, συμβιβασμόσ συνώνυμα, συμβιβασμός στη σχέση, συμβιβασμός siemens, συμβιβασμόσ αγγλικά, συμβιβασμός λεξικό γλώσσας δανικά, συμβιβασμός στα δανικά
Μεταφράσεις
- συμβατός στα δανικά - kompatible, kompatibel, forenelig, forenelige, kompatibelt
- συμβιβάζω στα δανικά - forene, forlige, afstemme, at forene, forsone
- συμβιβαστικός στα δανικά - forsonende, forsonlig, imødekommende, forsonlige, forsonligt
- συμβολή στα δανικά - bidrag, bidraget, tilskud, bidrage
Τυχαίες λέξεις
Συμβιβασμός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kompromis, kompromiset, kompromisforslag, et kompromis
Μεταφράσεις: kompromis, kompromiset, kompromisforslag, et kompromis