Συναρπαστικός στα δανικά
Μετάφραση: συναρπαστικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
spændende, spændende by
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συναρπαστικός
συναρπαστικός συνώνυμο, συναρπαστικόσ τι σημαινει, συναρπαστικός συνώνυμα, συναρπαστικός λεξικό γλώσσας δανικά, συναρπαστικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- συναρμολογώ στα δανικά - forsamles, indsamle, samle, sortere, samler, sammenholde
- συναρμολόγηση στα δανικά - forsamling, montering, passende, indretning, tilpasning, fitting
- συνασπισμός στα δανικά - koalition, koalitionen, koalitionsregering, koalitionens
- συναυλία στα δανικά - koncert, Concert, koncerten, Billetter til koncerter, koncerter
Τυχαίες λέξεις
Συναρπαστικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: spændende, spændende by
Μεταφράσεις: spændende, spændende by