Συνεπώς στα δανικά

Μετάφραση: συνεπώς, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
følgelig, derfor, dermed, Som følge heraf, følge heraf
Συνεπώς στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνεπώς

συνεπώσ περιφέρεια, συνεπώς συνώνυμο, συνεπώσ αγγλικά, συνεπώς στα αγγλικά, συνεπώς συνώνυμα, συνεπώς λεξικό γλώσσας δανικά, συνεπώς στα δανικά

Μεταφράσεις

  • συνεπής στα δανικά - konsekvent, overensstemmelse, i overensstemmelse, ensartet, sammenhængende
  • συνεπαίρνω στα δανικά - transportere, transport, ophidser, begejstrer, vækker
  • συνεργάζομαι στα δανικά - samarbejde, samarbejder, at samarbejde, samarbejde om
  • συνεργάσιμος στα δανικά - kooperativ, samarbejde, kooperative, andelsselskab, samarbejdsvillig
Τυχαίες λέξεις
Συνεπώς στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: følgelig, derfor, dermed, Som følge heraf, følge heraf