Συνωμοτώ στα δανικά

Μετάφραση: συνωμοτώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
complot
Συνωμοτώ στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνωμοτώ

συνωμοτώ λεξικό γλώσσας δανικά, συνωμοτώ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • συνυπάρχω στα δανικά - sameksistere, eksistere side om side, side om side, eksistere, eksisterer side om side
  • συνωμοσία στα δανικά - sammensværgelse, konspiration, sammensværgelsen, komplot
  • συνωμότης στα δανικά - medsammensvoren, konspirator, sammensvoren, conspirator, sammensværgeren
  • συνωστισμός στα δανικά - marmelade, presse, knuse, fortrængning, crowding, sammenstimling, trængsel, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνωμοτώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: complot