Σφύριγμα στα δανικά
Μετάφραση: σφύριγμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fløjt, fløjte, dommerens fløjte havde lydt, fløjte havde lydt, whistle, fløjten
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σφύριγμα
σφύριγμα στα αυτιά, σφύριγμα κατά την αναπνοή, σφύριγμα με τα δάχτυλα, σφύριγμα αυτιού, σφύριγμα στο κεφάλι, σφύριγμα λεξικό γλώσσας δανικά, σφύριγμα στα δανικά
Μεταφράσεις
- σφυρίχτρα στα δανικά - fløjte, fløjt, dommerens fløjte havde lydt, fløjte havde lydt, whistle, fløjten
- σφυροκοπώ στα δανικά - hammer, maskingeværild, strafe
- σχάρα στα δανικά - rack, reol, stativ
- σχέδιο στα δανικά - planlægge, plan, projekt, hensigt, tegning, planen, plan for, ...
Τυχαίες λέξεις
Σφύριγμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fløjt, fløjte, dommerens fløjte havde lydt, fløjte havde lydt, whistle, fløjten
Μεταφράσεις: fløjt, fløjte, dommerens fløjte havde lydt, fløjte havde lydt, whistle, fløjten