Σωματοφύλακας στα δανικά
Μετάφραση: σωματοφύλακας, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bodyguard, livvagt, bodyguarden, livgarde
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σωματοφύλακας
σωματοφύλακας του ομπάμα, σωματοφύλακας ομπαμα, σκύλος σωματοφύλακας, σωματοφύλακας βυζαντινου αυτοκρατορα, σωματοφύλακας συνώνυμα, σωματοφύλακας λεξικό γλώσσας δανικά, σωματοφύλακας στα δανικά
Μεταφράσεις
- σωματικά στα δανικά - kropslig, kropslige, fysisk, legemlig, personskade
- σωματικός στα δανικά - legemlig, fysisk, fysiske, den fysiske
- σωπαίνω στα δανικά - stilhed, ro, holde, at holde, holder, beholde, opbevare
- σωρευτικός στα δανικά - kumulative, kumulativ, Kumuleret, akkumulerede, kumulerede
Τυχαίες λέξεις
Σωματοφύλακας στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bodyguard, livvagt, bodyguarden, livgarde
Μεταφράσεις: bodyguard, livvagt, bodyguarden, livgarde