Σωρός στα δανικά
Μετάφραση: σωρός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
dynge, bunke, bunken, stabel, luv, stak
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σωρός
σωρός ελαχίστου, σωρός ή σορός, σωρός σύμπλεγμα των εχινάδων, σωρός μαρούσι, σωρός heap, σωρός λεξικό γλώσσας δανικά, σωρός στα δανικά
Μεταφράσεις
- σωριάζομαι στα δανικά - kollaps, sammenbrud, Collapse, detaljer Skjul detaljer, sammenbruddet
- σωριάζω στα δανικά - pakke, tømmer, skrammel, træ, lumber
- σωσίας στα δανικά - dobbelt, dobbeltseng, dobbelte, med dobbeltseng, dobbeltklikke
- σωστά στα δανικά - egentlig, korrekt, rigtigt, rette, med rette
Τυχαίες λέξεις
Σωρός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: dynge, bunke, bunken, stabel, luv, stak
Μεταφράσεις: dynge, bunke, bunken, stabel, luv, stak