Σύντομος στα δανικά
Μετάφραση: σύντομος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kort, snart, kortfattet, korte, kortvarig, kort sagt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σύντομος
σύντομος συνώνυμο, σύντομος στα αγγλικα, σύντομος αντίθετο, σύντομος εισαγωγή εις την παλαιάν διαθήκη, σύντομος δρόμος, σύντομος λεξικό γλώσσας δανικά, σύντομος στα δανικά
Μεταφράσεις
- σύντμηση στα δανικά - forkortelse, forkortelsen
- σύντομα στα δανικά - snart, hurtigt, hurtigst, snarest, når
- σύντροφος στα δανικά - følgesvend, ledsager, companion, kammerat, partner
- σύριγγα στα δανικά - sprøjte, sprøjten, injektionssprøjte, injektionssprøjten, sprøjtens
Τυχαίες λέξεις
Σύντομος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kort, snart, kortfattet, korte, kortvarig, kort sagt
Μεταφράσεις: kort, snart, kortfattet, korte, kortvarig, kort sagt